- νησιωτικός
- -ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α νησιωτικός, -ή, -όν) [νησιώτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από νησί («νησιώτικο κρασί»)2. αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει πολλά νησιά (α. «νησιωτική χώρα» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», Ηρόδ.)νεοελλ.φρ. «νησιωτικό τόξο»(γεωλ.-ωκεαν.) τοξοειδής αλυσίδα ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως είναι λ.χ. οι Νέες Εβρίδεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ νησιωτικόντοποθεσία στην οποία βρίσκεται ένα νησί, νησιωτική θέση.
Dictionary of Greek. 2013.